εμετολογία

εμετολογία
η
ομιλία με εμετικό, με αηδιαστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμετολογία — η το να μιλάει κανείς με τρόπο που προκαλεί εμετό, με αηδιαστικό τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμετολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμετολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”